- βραδιάζει
- απρόσ. вечереет, смеркается
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βραδιάζει — βραδιάζει, βράδιασε βλ. πίν. 35 (μόνο στο γ πρόσ., ως απρόσ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ολοβραδιάζει — 1. (για την ημέρα) όλο και βραδιάζει, βραδιάζει συνεχώς, παίρνει και νυχτώνει 2. (ως απρόσ.) ολοβράδιασε νύχτωσε εντελώς … Dictionary of Greek
βραδιάζω — ιασα, ιάστηκα, βραδιασμένος 1. απρόσ., βραδιάζει, αρχίζει να γίνεται βράδυ, να νυχτώνει: Όταν βραδιάζει κάνει ψύχρα. 2. το μέσ., βραδιάζομαι με βρίσκει η νύχτα στο δρόμο, νυχτώνω: Βραδιάστηκα στο δάσος. 3. φτάνω με τον ερχομό της νύχτας: Ελπίζω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Napoleon Lapathiotis — (Ναπολέων Λαπαθιώτης; 31 October 1888 – 7 January 1944) was a Greek poet. A native of Athens, he began writing and publishing poetry when he was eleven. In 1907, along with others, he established the Igiso (Ἡγησώ, from the Attic Greek name… … Wikipedia
Вертис, Никос — Никос Вертис Основная информация Дата рождения … Википедия
βραδιάζω — (Μ βραδιάζω) [βράδυ] Ι. 1. με βρίσκει το σκοτάδι σε κάποιο σημείο μακριά από το σπίτι μου ή τον προορισμό μου 2. απρόσ. βραδιάζει έρχεται το βράδυ, πέφτει το σκοτάδι II. βραδιάζομαι βραδιάζω, με βρίσκει το σκοτάδι … Dictionary of Greek
εσπερώνω — (Μ ἑσπερώνω) [εσπέρα] νεοελλ. απρόσ. εσπερώνει βραδιάζει μσν. βραδιάζομαι, με βρίσκει το βράδυ … Dictionary of Greek
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek
μουχρώνω — 1. (ως τριτοπρόσ.) μουχρώνει αρχίζει να νυχτώνει να πέφτει το σκοτάδι, σουρουπώνει, βραδιάζει («μόλις άρχισε να μουχρώνει, ο ουρανός πήρε ένα ωραίο χρώμα») 2. (η μτχ. αρσ. μέσ. παρκμ.) μουχρωμένος σκοτεινός («έφευγε η μέρα πια κι ο μουχρωμένος… … Dictionary of Greek
σιγοβραδιάζω — Ν (ιδίως ως τριτοπρόσ.) σιγοβραδιάζει αρχίζει να βραδιάζει, έρχεται σιγά σιγά το βράδυ … Dictionary of Greek
σκοταδιάζω — Ν [σκοτάδι] 1. γίνομαι σκοτεινός, βυθίζομαι στο σκοτάδι, σκοτεινιάζω («κι αυτός σαν φεύγει, μάννα μου, ο κόσμος σκοταδιάζει», Κρυστ.) 2. απρόσ. σκοταδιάζει επέρχεται σκοτάδι, βραδιάζει, σκοτεινιάζει … Dictionary of Greek